- επίφθονος
- -η, -ο (Α ἐπίφθονος, -ον) [φθόνος]1. αυτός που προκαλεί φθόνο, ο μισητός («αἱ λίην ἰσχυραὶ τιμωρίαι πρὸς θεῶν ἐπίφθονοι γίνονται», Ηρόδ.)2. άξιος να φθονείται, επίζηλος («είναι η ζωή θαυμαστή και επίφθονη», Παπαντ.)αρχ.1. αυτός που έχει φθόνο ή μίσος εναντίον κάποιου, φθονερός («οἴκῳ γὰρ ἐπίφθονος Ἄρεμις... πτανοῑσιν κυσὶ πατρός», Αισχύλ.)2. βλαβερός («ὀρχησμοῑς τ’ ἐπιφθόνοις ποδός», Αισχύλ.)3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίφθονονο φθόνος («ὅστις δ’ ἐπὶ μεγίστοις τὸ ἐπίφθονον λαμβάνει, ὀρθῶς βουλεύεται», Θουκ.).επίρρ...επιφθόνως (Α ἐπιφθόνως)κατά τρόπο επίφθονο, φθονερό, μισητόαρχ.φρ. α) «ἐπιφθόνως ἔχω πρός τινα» — διάκειμαι εχθρικά προς κάποιονβ) «ἐπιφθόνως διάκειμαί τινι» — φθονούμαι από κάποιονγ) «ἐπιφθόνως διαπράττομαί τινι» — κάνω κάτι με τρόπο που ικανοποιεί τον φθόνο μου.
Dictionary of Greek. 2013.